- εθνικά θέματα
- Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες περιόδους. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τα βασικά εθνικά προβλήματα (ή εθνικά ζητήματαε.θ.) ήταν το Αιγαιακό (διεκδικήσεις από την πλευρά της Τουρκίας, που αναφέρονται στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου), το Κυπριακό (διεκδικήσεις της Τουρκίας στην Κύπρο και αργότερα εισβολή και κατοχή μεγάλου τμήματος του νησιού) και το Μακεδονικό (διεκδικήσεις από την πλευρά της πρώην Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας και αργότερα από την πλευρά της ΠΓΔΜ).
Ζήτημα κυριαρχίας στο Αιγαίο. Την 1η Νοεμβρίου 1973 –λίγο μετά την έκρηξη της πρώτης μεταπολεμικής ενεργειακής κρίσης– δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Τουρκίας απόφαση με την οποία παραχωρούνταν στην Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίων 27 άδειες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε περιοχές του Αιγαίου (Λήμνος, Χίος, Λέσβος, Σαμοθράκη, Ψαρά και Άγιος Ευστράτιος). Η απόφαση συνοδευόταν με χάρτη, στον οποίο καταγράφονταν αυτές οι περιοχές. Ουσιαστικά η Τουρκία ζητούσε τον διαμελισμό του Αιγαίου και την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών του πηγών από την Ελλάδα και την Τουρκία. Η απόφαση αποτελούσε μία ευθεία αμφισβήτηση της αρχής ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα. Το θέμα υφαλοκρηπίδας καθορίζεται από τη σύμβαση της Γενεύης (1958), όπως επίσης και από τη συνθήκη για το δίκαιο της θάλασσας (1982), τις οποίες όμως η Τουρκία δεν έχει υπογράψει.
Σύμφωνα με αυτές τις διεθνείς συμβάσεις, τα νησιά, εκτός των βραχονησίδων, έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας.Το Διεθνές Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας στη Βόρεια θάλασσα) το 1969 και εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις, ενώ δέχτηκε ότι ο κανόνας αυτός έχει και εθιμική εφαρμογή, δηλαδή δεσμεύει και τα κράτη που δεν υπέγραψαν τις συνθήκες και συμβάσεις. Η Ελλάδα –αμέσως μετά την εμφάνιση του προβλήματος– πρότεινε τη διευθέτησή του από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά η Τουρκία αρνήθηκε.
Η ίδια χώρα, προκειμένου να ενισχύσει τις βλέψεις της στο Αιγαίο, μετά το 1973 προχώρησε και σε άλλες ενέργειες. Το 1974 –με τη NOTAM 714 της 6ης Αυγούστου– επεξέτεινε μονομερώς το τουρκικό F.I.R. (τομείς πληροφοριών πτήσεων που καθορίζονται σε διεθνές επίπεδο) περίπου στο μέσο του Αιγαίου. Η αντίδραση της Ελλάδας υποχρέωσε την τουρκική κυβέρνηση να ανακαλέσει τη σχετική NOTAM (αναγγελία του ελεγχόμενου από την Τουρκία εναέριου χώρου). Επίσης, η Τουρκία, ενώ αναγνώριζε την ελληνική εναέρια ζώνη των 10 ναυτικών μιλίων, ζήτησε τον περιορισμό της στα 6 ναυτικά μίλια, όσο δηλαδή και η αιγιαλίτιδα ζώνη. Αργότερα αμφισβήτησε και την ισχύ της σύμβασης του Μοντρέ (1936), αρνούμενη να δεχτεί τη στρατιωτικοποίηση της Λήμνου και την ένταξή της σε σχεδιασμούς του NATO. Το ζήτημα έχει ουσιαστικά παγώσει, ενόψει της επικείμενης σύνδεσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα δρομολογήσει τις οποιεσδήποτε εξελίξεις στο θέμα, αν και υπάρχει σκεπτικισμός απέναντι στη λύση της συνεκμετάλλευσης του θαλάσσιου χώρου.
Κυπριακό. Η συμφωνία της Ζυρίχης (1959), βάσει της οποίας η Κύπρος ξεκινούσε την πορεία της ως ανεξάρτητο κράτος, ήταν αποτέλεσμα σοβαρών συμβιβασμών και πιέσεων και περιείχε στοιχεία που θα οδηγούσαν σε συγκρούσεις μεταξύ της ελληνικής και της κυπριακής κοινότητας. Το 1963 εμφανίστηκαν τα πρώτα προβλήματα, όταν ο τότε πρόεδρος Μακάριος, με την παρότρυνση των Βρετανών, έθεσε θέμα τροποποίησης του συντάγματος. Δεν άργησαν να ξεσπάσουν συγκρούσεις, όπως και οι πρώτες χωριστικές δραστηριότητες των Τουρκοκυπρίων. Δημιουργήθηκαν οι πρώτοι θύλακες και το 1964 σημειώθηκε ανοιχτή σύγκρουση με τη συμμετοχή και της τουρκικής αεροπορίας. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν με την επέμβαση των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, αλλά η εσωτερική συγκρότηση του κυπριακού κράτους είχε ήδη διαρραγεί. Οι διαπραγματεύσεις που άρχισαν μεταξύ του προέδρου Μακαρίου και του εκπροσώπου των Τουρκοκυπρίων, Κιουτσιούκ, δεν οδήγησαν σε συμφωνία και οι χωριστικές δραστηριότητες συνεχίστηκαν. Το πραξικόπημα εναντίον του προέδρου Μακαρίου, το οποίο οργάνωσε η δικτατορική κυβέρνηση της Ελλάδας στις 15 Ιουλίου 1974, έδωσε την αφορμή στην Τουρκία να επέμβει στρατιωτικά στις 20 Ιουλίου «προς αποκατάστασιν της τάξεως», όπως ισχυρίστηκε. Όμως, οι Τούρκοι στρατιώτες δεν αποχώρησαν μετά την «αποκατάστασιν της τάξεως» (επιστροφή νόμιμου προέδρου), αλλά αντίθετα ενισχύθηκαν και λίγες εβδομάδες αργότερα η πρώτη εισβολή (ΑττίλαςI) ολοκληρώθηκε με τον Αττίλα II, δηλαδή την κατάληψη του 37% του κυπριακού εδάφους. Τα τουρκικά στρατεύματα, παρά τις αντιδράσεις των Ηνωμένων Εθνών, παρέμειναν στην Κύπρο. Η Τουρκία προχώρησε στον εποικισμό των κατεχομένων με Τούρκους πολίτες –με στόχο τη δημογραφική αλλαγή– ενώ το 1983 ο Ραούφ Ντενκτάς ανακήρυξε τα κατεχόμενα ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος, το οποίο αναγνωρίστηκε μόνο από την Τουρκία.
Ως Κυπριακό ζήτημα μετά το 1974 ουσιαστικά νοείται η εισβολή και η κατοχή της Βόρειας Κύπρου από τουρκικές δυνάμεις. Τα Ηνωμένα Έθνη αλλά και άλλες χώρες (ΗΠΑ, Αγγλία, Ρωσία κλπ.), όπως και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δραστηριοποιήθηκαν για την επίλυση του Κυπριακού, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η λύση που επιδιώχθηκε αρχικά από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων στηριζόταν στις αποφάσεις του OHE και στις συμφωνίες Μακαρίου-Ντενκτάς (1977) και Κυπριανού-Ντενκτάς (1979). Στόχος ήταν η δημιουργία ενός ομοσπονδιακού, διζωνικού, δικοινοτικού κράτους, στο οποίο θα γίνονταν σεβαστές –για όλους τους κατοίκους– οι τρεις βασικές αρχές (διακίνησης, εγκατάστασης και περιουσίας). Οι εκάστοτε γενικοί γραμματείς των Ηνωμένων Εθνών κατά καιρούς δραστηριοποιήθηκαν –μέσω εκπροσώπων τους– για την επίλυση του Κυπριακού, χωρίς όμως να υπάρξει κάποια θετική εξέλιξη. Μετά την εκλογή του Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι ως γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, οι προσπάθειες συνεχίστηκαν με νέες συναντήσεις των προέδρων της Κύπρου Γιώργου Βασιλείου και Γλαύκου Κληρίδη και του εκπροσώπου των Τουρκοκυπρίων, Ραούφ Ντενκτάς. Τη δεκαετία του 1990, στα πλαίσια των προσπαθειών του προέδρου Κλίντον να επιλυθούν όλα τα διεθνή προβλήματα, δραστηριοποιήθηκαν και οι Αμερικανοί διπλωμάτες για την εξεύρεση λύσης. Μετά την εκλογή του Κόφι Ανάν ως γενικού γραμματέα του ΟΗΕ και, σε συνδυασμό με τις υποψηφιότητες της Κύπρου και της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπήρξε έντονη, επίσημη και παρασκηνιακή, διπλωματική κίνηση που κατέληξε στην κατάρτιση του λεγόμενου σχεδίου Ανάν, το οποίο επιδόθηκε στις κυβερνήσεις Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς και στους εκπροσώπους των Τουρκοκυπρίων, τον Νοέμβριο του 2002. Το σχέδιο προέβλεπε για την Κύπρο ένα ενιαίο ομόσπονδο κράτος, με σαφώς διαχωρισμένες τις εξουσίες των δύο κοινοτήτων (ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής), αλλά κοινό πρόεδρο, εκ περιτροπής από κάθε κοινότητα, και κοινή εκπροσώπηση στο εξωτερικό. Στη συνέχεια, η μονομερής ένταξη της ελληνοκυπριακής κοινότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Δεκέμβριος 2002, Κοπεγχάγη) και η άρνηση του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς να αποδεχθεί οριστική λύση του Κυπριακού πριν από την ένταξη, καθυστέρησαν τη λύση, η οποία πάντως αναμένεται το 2003, σχεδόν 30 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή.
Μακεδονικό ζήτημα. Με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, το 1870, αρχίζει και ο ανταγωνισμός μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας για τον έλεγχο της Μακεδονίας. Μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897, η Βουλγαρία κατάφερε να προσηλυτίσει πολλούς σλαβόφωνους. Το 1903 οι σλαβόφωνοι ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων (εξέγερση Ίλιντεν), αλλά η εξέγερση κατεστάλη. Οι προσπάθειες όμως των Βουλγάρων για έλεγχο όλο και μεγαλύτερου τμήματος της Μακεδονίας ξεσήκωσαν τον ελληνισμό. Έτσι άρχισε ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-8). Η επικράτηση των Νεότουρκων τερμάτισε και τις συγκρούσεις μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας από τη μία και Βουλγαρίας και Σέρβων από την άλλη, ενώ με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) απελευθερώθηκε η Μακεδονία από τους Τούρκους. Στο διάστημα μεταξύ 1913-25 σημειώθηκαν σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών από την ελληνική Μακεδονία. Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, το 1926 στη Μακεδονία κατοικούσαν: 1.314.000 Έλληνες (88,8%), 2.000 μουσουλμάνοι (0,1%), 77.000 Βούλγαροι (5,1%), 91.000 διάφοροι, κυρίως Εβραίοι (6%).
Το νομικό καθεστώς των βόρειων συνόρων της Ελλάδας κατοχυρώθηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), τη συνθήκη του Νεϊγί (1919) και τη συνθήκη του Παρισιού (1947). Η σύνθεση του πληθυσμού μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας και Ελλάδας και Τουρκίας στην περίοδο του Μεσοπολέμου, όπως και η έξοδος των Σλάβων που είχαν απομείνει, ήταν σχεδόν αμιγώς ελληνική. Ελάχιστες χιλιάδες Εβραίων, Αρμενίων και ορισμένων δίγλωσσων παρέμειναν στην Ελλάδα. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος έδωσε την ευκαιρία στη Βουλγαρία να προσαρτήσει μακεδονικά εδάφη της Ελλάδας και της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Ύστερα από συμφωνία ανάμεσα στον Χίτλερ και στον Βούλγαρο πρωθυπουργό Φιλόφ, σχεδόν το σύνολο της Μακεδονίας που ανήκε στη Γιουγκοσλαβία και η ανατολική ελληνική Μακεδονία τέθηκαν υπό βουλγαρική κατοχή. Ακολούθησαν προσπάθειες εκβουλγαρισμού του ντόπιου πληθυσμού και εξόντωση όσων αντιστέκονταν. Η αντίσταση των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων εναντίον των Γερμανών, των Βουλγάρων και των Ιταλών ενέπνευσε και τον ντόπιο πληθυσμό, ο οποίος αντιπαρατάχθηκε στους κατακτητές. Το πρόγραμμα των Γιουγκοσλάβων κομουνιστών –των οποίων αρχηγός ήταν ο Τίτο– για την αναδιοργάνωση της Γιουγκοσλαβίας πάνω σε ομόσπονδη βάση μετά την απελευθέρωση, έγινε δεκτό από τους ντόπιους, επειδή τους αναγνώριζε το δικαίωμα να παρουσιάζονται ως ξεχωριστός λαός και όχι ως Βούλγαροι. Έτσι, οι ντόπιοι απέκτησαν σιγά-σιγά συνείδηση ότι είναι Μακεδόνες. Στόχος των Γιουγκοσλάβων κομουνιστών ήταν να ενσωματώσουν στη νέα Γιουγκοσλαβία ολόκληρη τη Μακεδονία (ελληνική και βουλγαρική). Ο Τίτο έστειλε τότε στην Ελλάδα απεσταλμένους, οι οποίοι προσπάθησαν να πείσουν την ηγεσία του KKE και του ΕΛΑΣ για τη δημιουργία κοινού στρατηγείου, αλλά η πρόταση δεν έγινε δεκτή. Λίγο αργότερα, όμως, η ηγεσία του KKE επέτρεψε τη δημιουργία του ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), μία οργάνωση που ελεγχόταν από τους Γιουγκοσλάβους. Τα τμήματα αυτά, όπως και ορισμένα αυτόνομα τμήματα Σλαβομακεδόνων στις τάξεις του ΕΛΑΣ, έγιναν δεκτά στην αρχή, αλλά στη συνέχεια, όταν έγιναν αντιληπτοί οι στόχοι τους, υπήρξαν συγκρούσεις.
Μετά την απελευθέρωση και τη συμφωνία της Βάρκιζας, οι Σλαβομακεδόνες με τη βοήθεια του Τίτο ίδρυσαν την οργάνωση ΝΟΦ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και έστειλαν ενόπλους στα σύνορα. Το 1946, με την έναρξη του Δεύτερου Αντάρτικου, οι Σλαβομακεδόνες επέστρεψαν στην ελληνική Μακεδονία και εντάχθηκαν στο κομουνιστικό κίνημα, διατηρώντας τη ΝΟΦ. Την ίδια περίοδο οι Γιουγκοσλάβοι, για να προωθήσουν το σχέδιό τους, άσκησαν πιέσεις και προς τη Βουλγαρία, με αποτέλεσμα ο Γκεόργκι Δημητρόφ να δεχθεί το 1947 να αναγνωρίσει ως Μακεδόνες τους κατοίκους της βουλγαρικής επαρχίας Πιρίν και να προετοιμάσει την ένταξή της στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Η ρήξη μεταξύ Στάλιν και Τίτο ανέτρεψε τα σχέδια του δεύτερου. Η Βουλγαρία άλλαξε πολιτική, αποκήρυξε τη θεωρία του Μακεδονικού έθνους και προσπάθησε να προωθήσει το αίτημα για ανεξάρτητη Μακεδονία. Το KKE επανήλθε στο παλαιό αίτημα για ενιαία ανεξάρτητη Μακεδονία στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Κομουνιστικής Ομοσπονδίας (απόφαση 5ης Ολομέλειας της KE του ΚΚΕ). Τα μέλη της ΝΟΦ εγκατέλειψαν τότε την Ελλάδα και οι Γιουγκοσλάβοι έκλεισαν τα σύνορα. Με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, όσες ομάδες της ΝΟΦ είχαν παραμείνει στην Ελλάδα την εγκατέλειψαν. Η Γιουγκοσλαβία, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να προωθήσει τη δημιουργία ξεχωριστής Μακεδονίας, κατέβαλε προσπάθειες στη συνέχεια ώστε να αναγνωριστούν μακεδονικές μειονότητες στις γειτονικές χώρες.
Μετά τον θάνατο του Στάλιν η Βουλγαρία εγκατέλειψε το αίτημα για ενιαία Μακεδονία και υιοθέτησε ολοκληρωτικά την άποψη ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος.
Στη Γιουγκοσλαβία η λύση που είχε δώσει ο Τίτο, πριν τελειώσει ο πόλεμος, ακολουθήθηκε πιστά· οι Σλάβοι κάτοικοι της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας αναγνωρίστηκαν ως Μακεδόνες. Μετά το τέλος του πολέμου, δημιουργήθηκε η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ως ένα από τα ομόσπονδα κράτη της Γιουγκοσλαβίας, με πρωτεύουσα τα Σκόπια. Κατασκευάστηκε μακεδονική γλώσσα, εφόσον οι κάτοικοι της περιοχής μιλούσαν ένα βουλγαρικό ιδίωμα. Συγκροτήθηκε αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία, παρά τις αντιδράσεις όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επίσης, έγινε προσπάθεια αλλοίωσης των ιστορικών στοιχείων, βάσει του ότι οι πρώτοι Σλάβοι που κατοίκησαν στην περιοχή, τον 7ο αι. μ.Χ., ήταν Μακεδόνες.
Η Ελλάδα θεώρησε τη δημιουργία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως εσωτερικό θέμα της Γιουγκοσλαβίας και, επειδή δεν είχε εδαφικές διεκδικήσεις, σεβάστηκε τα σύνορα, όπως καθιερώθηκαν από διεθνείς συμβάσεις και επικυρώθηκαν από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι. Έτσι δεν έθεσε ποτέ θέμα για την εσωτερική διάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τη γείτονα χώρα.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και το αίτημα των επιμέρους ομοσπονδιών να αναγνωριστούν ως ανεξάρτητα κράτη έφεραν το 1991 στην επικαιρότητα το Μακεδονικό ζήτημα.
Τον Σεπτέμβριο του 1991 η εθνικιστική ηγεσία της ΠΓΔΜ προχώρησε σε δημοψήφισμα και μετονόμασε τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας σε Δημοκρατία της Μακεδονίας. Αποφάσισε επίσης την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος με αυτή την ονομασία. Τον Νοέμβριο του 1991 ψηφίστηκε νέο σύνταγμα, παρά τις διαμαρτυρίες των Αλβανών κατοίκων της περιοχής (οι οποίοι αποτελούσαν το 30% των 2 εκατ. κατοίκων). Το σύνταγμα περιείχε αλυτρωτικούς στόχους, όπως η αναφορά στη διακήρυξη του Κρούσοβο-Ίλιντεν (1903) και το Μανιφέστο της αντιφασιστικής εθνοσυνέλευσης για την απελευθέρωση του λαού της Μακεδονίας (1944), που ουσιαστικά αναφερόταν στην απελευθέρωση των τριών τμημάτων της Μακεδονίας και την ένωσή τους. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε στις επεκτατικές βλέψεις των Σκοπίων και ζήτησε να μην αναγνωριστεί το νέο κράτος με την ονομασία Μακεδονία.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ύστερα από κάποιες αμφιταλαντεύσεις, αποφάσισαν στη συνάντηση της Λισαβόνας (Δεκέμβριος 1991) να αναγνωρίσουν το νέο κράτος, εφόσον ικανοποιούσε τρεις όρους, ανάμεσα στους οποίους και η μη χρησιμοποίηση της λέξης Μακεδονία στην ονομασία του. Το 1992 υπήρξαν σοβαρές πιέσεις για αναγνώριση του νέου κράτους με το όνομα Μακεδονία. Το 1993 και το 1994 πολλές χώρες αναγνώρισαν την ΠΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), ενώ ο ειδικός αντιπρόσωπος του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Σάιρους Βανς, προσπάθησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την έναρξη απευθείας διαλόγου ανάμεσα στην Αθήνα και στην ΠΓΔΜ. Τον Φεβρουάριο του 1994 η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να προχωρήσει στη λήψη ορισμένων αντίμετρων με την απαγόρευση της διακίνησης εμπορευμάτων προς την ΠΓΔΜ από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η επιβολή αυτού του μέτρου θεωρήθηκε ως εμπορικός αποκλεισμός από πολλές χώρες και προκάλεσε αντιδράσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απείλησε με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, γεγονός που συνέβη λίγο αργότερα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη λήψη προσωρινών μέτρων (Ιούνιος 1994). Η κυρίως προσφυγή απεσύρθη στις 24 Οκτωβρίου 1995, μετά την αρνητική τοποθέτηση του γενικού εισαγγελέα, με το αιτιολογικό ότι είχε στο μεταξύ επιτευχθεί η ενδιάμεση συμφωνία, η οποία οδήγησε και στην άρση του εμπάργκο. Τον Απρίλιο του 1995 άρχισαν στη Νέα Υόρκη συνομιλίες, με πρωτοβουλία του ειδικού αντιπροσώπου Σάιρους Βανς. Οι συνομιλίες κατέληξαν στην υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας, στις 13 Σεπτεμβρίου 1995, η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε την αναγνώριση της ΠΓΔΜ από την Ελλάδα, την ίδρυση γραφείων συνδέσμου στις δύο πρωτεύουσες, την αποδοχή των συνόρων ως απαραβίαστων. Η ΠΓΔΜ διακήρυττε ότι το σύνταγμά της δεν πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο που να δημιουργεί υπόνοιες για διεκδίκηση ελληνικών εδαφών κ.ά. Η ΠΓΔΜ άλλαξε στις 5 Οκτωβρίου 1995 τη σημαία της και η Ελλάδα ανακάλεσε το εμπάργκο. Τον Ιανουάριο του 1996 άρχισαν να λειτουργούν τα γραφεία συνδέσμων στις δύο πρωτεύουσες. Στα επόμενα χρόνια, η χώρα μας ακολούθησε μία πολιτική προσέγγισης προς το νέο κράτος, το οποίο είχε στο μεταξύ να αντιμετωπίσει και ένα επιπλέον πρόβλημα, αυτό της αλβανικής μειονότητας στην περιοχή, που συνδεόταν με την εγκαταλειφθείσα αργότερα ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας. Η πολιτική αυτή συνοδεύτηκε από εμπορική διείσδυση στην ΠΓΔΜ, με σημαντικές επενδύσεις από ελληνικές επιχειρήσεις.
Οι σημαίες της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ μαζί· μια πολιτική προσέγγισης έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στις δύο χώρες (φωτ. ΑΠΕ).
Με συντριπτική πλειοψηφία το κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ επικύρωσε την ενδιάμεση συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ (1995).
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, ο πρώην Κύπριος πρόεδρος Γλαύκος Κληρίδης και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς σε συνάντηση στο πλαίσιο των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού (φωτ. ΑΠΕ).
Ομάδα ανταρτών Μακεδονομάχων (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Έλληνας φρουρός στην Πράσινη Γραμμή που χωρίζει τη Λευκωσία σε δύο μέρη, μετά την εισβολή των Τούρκων στο νησί (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.